- αλιπαστος
- ἁλίπαστοςἁλί-παστος2посыпанный солью, посоленный
(δρυπεπεῖς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δρυπεπεῖς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἁλίπαστος — sprinkled with salt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
αλίπαστος — η, ο αυτός που διατηρείται αφού παστωθεί με αλάτι: Τα περισσότερα αλίπαστα είναι ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλίπαστον — ἁλίπαστος sprinkled with salt masc/fem acc sg ἁλίπαστος sprinkled with salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίπαστα — ἁλίπαστος sprinkled with salt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
αλατόπαστος — η, ο ο παστωμένος με αλάτι, αλίπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + παστός] … Dictionary of Greek
αλιστός — ἁλιστός, ή, όν (AM) [ἁλίζω ΙΙ] αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος … Dictionary of Greek
μπακαλιάρος — Βλ. λ. βακαλάος. * * * ο 1. το ψάρι γάδος και, ιδίως ο αλίπαστος, αλλ. βακαλάος 2. ο ιχθύς μερλούκιος ο κοινός 3. ναυτ. ισχυρή δοκός καθηλωμένη κατά μήκος τού τοιχώματος ξύλινου πλοίου 4. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος και ισχνός άνθρωπος.… … Dictionary of Greek
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
παστός, -ή — ό 1. ο διατηρημένος με αλάτι, αλίπαστος, παστωμένος: Παστά ψάρια. 2. (ως ουσ.) κάθε φαγώσιμο διατηρημένο σε αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)